- συστύφω
- και συστυφῶ, -όω, Α1. συστέλλω2. μέσ. συστυφομαι και συστυφοῦμαι, -όομαισκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + στύφω «συστέλλω, συμπυκνώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συστυφώ — όω, Α βλ. συστύφω … Dictionary of Greek